- ἐμμήνια
- ἐμμήνιοςmonthlyneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμμήνιος — ἐμμήνιος, ον (Α) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐμμήνια η έμμηνος ρύση αρχ. αυτός που γίνεται κάθε μήνα … Dictionary of Greek